- νεύρινος
- νεύρ-ῐνος, η, ον,A made of sinew,
χορδή Arist.GA787b17
;λύρα ν. τρίχορδος D.S.1.16
;κράνη ν. Str.3.3.6
.II made or consisting of fibres, Pl.Plt.279e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορδή Arist.GA787b17
;λύρα ν. τρίχορδος D.S.1.16
;κράνη ν. Str.3.3.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεύρινος — νεύρινος, ίνη, ον (Α) [νεύρον] 1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.) 2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες … Dictionary of Greek
νεύρινον — νεύρινος made of sinew masc acc sg νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνην — νεύρινος made of sinew fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνοις — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνοισι — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνῃ — νεύρινος made of sinew fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνῳ — νεύρινος made of sinew masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρινα — νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρίνας — νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem acc pl νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek